settle in

Αγγλικά (en)

ενεστώτας settle in
γ΄ ενικό ενεστώτα settles in
αόριστος settled in
παθητική μετοχή settled in
ενεργητική μετοχή settling in

Ετυμολογία

settle in <  δείτε τις λέξεις settle και in

Ρήμα

settle in (en)

  • (αμετάβατο) τακτοποιούμαι, στρώνω, ησυχάζω μετά από κάποια περίοδο σχετικής αναστάτωσης ή αναζήτησης (όπως όταν εγκαθίσταμαι σ' ένα νέο περιβάλλον)
    Are the kids settled in at the new house or not yet?
    Τα παιδιά τακτοποιήθηκαν στο καινούργιο σπίτι ή όχι ακόμα;
    He is still new in the office but will soon settle in.
    Νέος είμαι ακόμα στο γραφείο, θα στρώσει σύντομα.
    He settled well into his new job.
    Έστρωσε καλά στη νέα του δουλειά.
    Things are starting to settle into shape.
    Τα πράγματα άρχισαν να στρώνουν.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.