sauté
Ιταλικά
(it)
sauté
Ετυμολογία
sauté
<
(
λόγιο δάνειο
)
γαλλική
sauté
Ουσιαστικό
sauté
(
γαστρονομία
)
σοτέ
, με
σοτάρισμα
- για
πιάτο
με σοταρισμένο
κρέας
και σοταριμένα
λαχανικά
Γαλλικά
(fr)
Ρηματικός τύπος
sauté
(fr)
μετοχή
αορίστου
του ρήματος
sauter
:
σοτέ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.