saga
Αγγλικά
(en)
saga
(en)
βασικά σκανδιναβική επική ιστορια
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
saga
<
αρχαία σκανδιναβική
Προφορά
ΔΦΑ
: /
sa.ɡa
/
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
saga
sagas
saga
(fr)
θηλυκό
μύθος
,
θρύλος
Λιθουανικά
(lt)
Ουσιαστικό
saga
(lt)
κουμπί
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.