rope in

Αγγλικά (en)

ενεστώτας rope in
γ΄ ενικό ενεστώτα ropes in
αόριστος roped in
παθητική μετοχή roped in
ενεργητική μετοχή roping in

Ετυμολογία

rope in <  δείτε τις λέξεις rope και in

Ρήμα

rope in (en)

  • (ανεπίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή) μπλέκω, πείθω κάποιον να συμμετάσχει σε μια δραστηριότητα ή να βοηθήσει να κάνει κάτι, ακόμα κι όταν δεν το θέλει
    I was roped in to organizing the trip.
    Με μπλέξανε να βοηθήσω στην οργάνωση της εκδρομής.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.