rootkit
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
rootkit (en)
- (πληροφορική) ιός που εγκαθίσταται στο λειτουργικό σύστημα και δεν εντοπίζεται εύκολα [1]
Υπερώνυμα
-
rootkit στη Βικιπαίδεια

-
rootkit στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Άγγελος Κυρίτσης, Τι διαφορά έχει ένας ιός υπολογιστή, ένα trojan, ένα spyware και τα υπόλοιπα malware?, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2013-11-05. Αρχειοθέτηση 2017-07-16. Προσπέλαση 2020-07-19.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.