représailles

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία 1

représailles: πληθυντικός αριθμός του représaille

Σημειώσεις

Χρησιμοποιείται μόνο αυτή η μορφή, στον πληθυντικό.

Ουσιαστικό

représailles (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  • τα αντίποινα
      en représailles, les autorités allemandes d'occupation fusillent (...) 48 prisonniers...
    ως αντίποινα, οι γερμανικές κατοχικές αρχές εκτελούν (...) 48 φυλακισμένους... (Wikipédia, Représailles après la mort de Karl Hotz)

Ετυμολογία 2

représailles: ρηματικός τύπος

Ρηματικός τύπος

représailles (fr)

  1. β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του représailler
  2. β΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του représailler

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.