rep

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία 1

rep < περικοπή του representative

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
rep reps

rep (en) (ανεπίσημο)

  1. ο/η αντιπρόσωπος
    Their European rep is based in France.
    Ο αντιπρόσωπός τους για την Ευρώπη είναι εγκαταστημένος στη Γαλλία.
  2. (επάγγελμα) ο/η πλασιέ
    A rep came to sell me an electronic device.
    Ήρθε ένας πλασιέ να μου πουλήσει μια ηλεκτρονική συσκευή.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη salesman

Ετυμολογία 2

rep < περικοπή του reputation

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
rep reps

rep (en) (ανεπίσημο)

  • η φήμη, το όνομα
    I have a good/bad rep.
    Έχω καλή/κακή φήμη.
    What gained him such a rep?
    Γιατί έβγαλε τέτοιο όνομα;

Πηγές



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

rep (sr)

  • λατινική γραφή του реп
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.