rental

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

rental < rent + -al

Επίθετο

rental (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ενοικιαζόμενος, ενοικιάζομαι
    I need a rental car when I go to Athens.
    Χρειάζομαι ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο όταν πάω στην Αθήνα.
    rental apartments - ενοικιάζονται διαμερίσματα

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
rental rentals

rental (en)

  1. η ενοικίαση, η μίσθωση, η ενέργεια του ενοικιάζω
    car rental - ενοικίαση αυτοκινήτου
     συνώνυμα: renting
  2. κάτι που ενοικιάζεται
    I booked a cheap rental (car).
    Έκλεισα ένα φτηνό ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.