rendition
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| rendition | renditions |
Ουσιαστικό
rendition (en)
- η ερμηνεία, η απόδοση, το παίξιμο, ειδικά ενός τραγουδιού ή ενός μουσικού κομματιού· ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο παίζεται
- ↪ Your rendition of this role wasn’t satisfactory.
- Η απόδοσή σου σ΄ αυτόν το ρόλο δεν ήταν ικανοποιητική.
- ≈ συνώνυμα: interpretation, performance και rendering
- ↪ Your rendition of this role wasn’t satisfactory.
- (μη μετρήσιμο) η παράδοση εγκληματία σε χώρα που δεν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα ή τα σέβεται λιγότερο από την χώρα σύλληψης (συχνά αυτή η παράδοση είναι άνομη και διεξάγεται μυστικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.