remuage
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- remuage < remuer
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| remuage | remuages |
remuage (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) συνεχής ταλάντευση και περιστροφή των φιαλών της σαμπάνιας ώστε κάθε ίζημα να πέσει στο πώμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.