reliable
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | reliable |
| συγκριτικός | more reliable |
| υπερθετικός | most reliable |
Ετυμολογία
- reliable < rely + -able
Επίθετο
reliable (en)
- αξιόπιστος, σίγουρος, τυπικός, κάτι που μπορεί να εμπιστευτεί κανείς για να κάνει κάτι καλά, που μπορεί να βασιστεί
- ↪ a reliable friend - ένας αξιόπιστος φίλος
- ↪ They found a reliable messenger.
- Βρήκαν ένα σίγουρο αγγελιοφόρο.
- ↪ He is a reliable employee, he always comes on time.
- Είναι τυπικός υπάλληλος, έρχεται πάντα στην ώρα του.
- αξιόπιστος, κάτι που είναι πιθανό να είναι σωστό ή αληθινό
- ↪ reliable information/sources - αξιόπιστες πληροφορίες/πηγές
- ↪ I was informed by a reliable source that…
- Πληροφορούμαι από αξιόπιστη πηγή ότι…
- σίγουρος, κάτι που μπορεί να λειτουργήσει για μεγάλες περιόδους χωρίς να χαλάσει ή να χρειάζεται προσοχή
- ↪ a reliable car - ένα σίγουρο αυτοκίνητο
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη dependable
Πηγές
- reliable - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 86, 789. ISBN 9780194325684., λήμμα: αξιόπιστος, σίγουρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.