recul
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| recul | reculs |
Ουσιαστικό
recul (fr) αρσενικό
- η οπισθοχώρηση, η οπισθοπορία
- → δείτε τη λέξη caméra de recul
- η τοπική ή χρονική απόσταση
- (μεταφορικά) η ύφεση
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.