recommendation

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
recommendation recommendations

Ουσιαστικό

recommendation (en)

  1. (μετρήσιμο) η σύσταση, μια πρόταση για το καλύτερο πράγμα που μπορείτε να κάνετε
    The doctors’ recommendations may lead to weight loss.
    Οι συστάσεις των γιατρών μπορεί να οδηγήσουν σε απώλεια βάρους.
    I followed the doctor’s recommendation.
    Ακολούθησα τη σύσταση του γιατρού.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη advice
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σύσταση, η πράξη του να συστήνω κάτι σε κάποιον
    on someone’s recommendation - κατά σύσταση του
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη advice

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.