raster
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɹæstɚ/
Ουσιαστικό
raster (en) (πληθυντικός rasters)
- (τυπογραφία) ράστερ
- (πληροφορική, γραφικά υπολογιστή) ράστερ, (σπάνιο) δυφιοαπεικόνιση [1]
Πολυλεκτικοί όροι
-
raster στην αγγλική Βικιπαίδεια

- πρόταση μετάφρασης "ψηφιδόπλεγμα" για την λέξη "raster" από ΕΛΕΤΟ, σελ.4
Αναφορές
- «δυφιοαπεικόνιση», Γιάννης Κάβουρας σχόλια για τον όρο και την ΕΛΕΤΟ. Δημοσίευση 2009-10-24. Προσπέλαση 2020-07-09.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.