bitmap
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
bitmap (en) (πληθυντικός bitmaps)
- (πληροφορική, γραφικά υπολογιστή) ράστερ, (σπάνιο) δυφιοαπεικόνιση [1]
- bit map
- bit-map
Συνώνυμα
- pixmap
- raster
Αντώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
-
Bitmap (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- «δυφιοαπεικόνιση», Γιάννης Κάβουρας σχόλια για τον όρο και την ΕΛΕΤΟ. Δημοσίευση 2009-10-24. Προσπέλαση 2020-07-09.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.