quota

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

quota (en)

  1. το μερίδιο ή το ποσοστό ενός συνόλου που αναλογεί σε κάποιον
  2. το ανώτατο όριο που κάποιος δεν μπορεί να υπερβεί



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

quota (fr)

  1. το ποσοστό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.