app

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

app < application

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
app apps

app (en)

  1. συντομογραφία του application
  2. (πληροφορική) εφαρμογή (πρόγραμμα), συνήθως μικρή εφαρμογή που έχει σχεδιαστεί για φορητή συσκευή

Πολυλεκτικοί όροι

  • app στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.