prodige
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| prodige | prodiges |
Ουσιαστικό
prodige (fr) αρσενικό
- το θαύμα, κάτι το εξαιρετικό, το απίστευτο
- (για ανθρώπους) εξαιρετικός, με εκπληκτικές ικανότητες
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.