potpourri
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| potpourri | potpourris |
Ουσιαστικό
potpourri (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το αρωματισμένο ποτ πουρί, ένα μείγμα αποξηραμένων λουλουδιών και φύλλων που χρησιμοποιούνται για να κάνουν το δωμάτιο να μυρίζει ευχάριστα
- ↪ The potpourri has a relaxing smell of sweet vanilla and warm milk.
- Το ποτπουρί έχει την χαλαρωτική μυρωδιά της γλυκιάς βανίλιας και του ζεστού γάλακτος.
- ↪ The potpourri has a relaxing smell of sweet vanilla and warm milk.
- (μόνο στον ενικό) το ποτ πουρί, το ανακάτεμα, ένα μείγμα από διάφορα πράγματα που αρχικά δεν ήταν μια ομάδα
- ↪ His book is a potpourri of strange ideas.
- Το βιβλίο του είναι ένα ποτ πουρί/ανακάτεμα περίεργο ιδεών.
- ≈ συνώνυμα: medley, → και δείτε τη λέξη hodgepodge
- ↪ His book is a potpourri of strange ideas.
-
potpourri στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές
- potpourri - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 47, 728. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανακάτεμα, ποτ-πουρί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.