mise en plis
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.z‿ɑ̃ pli/ για τον ενικό ή πληθυντικό
- ⓘ
Πολυλεκτικός όρος
mise en plis (fr) θηλυκό (πληθυντικός: mises en plis)
- mise en pli (σπάνιο)
-
mise en plis στη γαλλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- μιζανπλί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.