piatto

Ιταλικά (it)

Επίθετο

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό piatto piatti
θηλυκό piatta piatte

piatto (it)

  1. επίπεδα μαξιλάρια
  2. (μεταφορικά) κάτι που δεν είναι ενδιαφέρων, βαρετό

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
piatto piatti

piatto (it)

  1. πιάτο
  2. (μουσικά όργανα) πιάτο (κρουστό όργανο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.