perfectly

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός perfectly
συγκριτικός more perfectly
υπερθετικός most perfectly

Ετυμολογία

perfectly < perfect + -ly

Επίρρημα

perfectly (en)

  1. απόλυτα, τέλεια, με ολοκληρωμένο τρόπο
    It is perfectly normal.
    Είναι απόλυτα φυσιολογικό.
    He is perfectly prepared for his exams.
    Είναι τέλεια προετοιμασμένος για τις εξετάσεις του.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη completely
  2. τέλεια, άψογα, με άψογο τρόπο
    I do something perfectly.
    Κάνω κάτι τέλεια.
    He writes and speaks two different languages perfectly.
    Γράφει και μιλάει άψογα/τέλεια δύο ξένες γλώσσες.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη flawlessly

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.