pendentif

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

pendentif < λατινική pendens (γενική pendentis), ενεργητική μετοχή του ρήματος pendeō (κρεμώ) + -if

Προφορά

ΔΦΑ : /pɑ̃.dɑ̃.tif/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
pendentif pendentifs

pendentif (fr) αρσενικό

  1. (αρχιτεκτονική) λοφίο· το (αντεστραμμένο) σφαιρικό (κοίλο) τρίγωνο ανάμεσα στα μεγάλα τόξα που υποστηρίζουν έναν θόλο
  2. παντατίφ, στολίδι που κρέμεται από μια αλυσίδα στον λαιμό

  • pendentif στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.