pass off

Αγγλικά (en)

ενεστώτας pass off
γ΄ ενικό ενεστώτα passes off
αόριστος passed off
παθητική μετοχή passed off
ενεργητική μετοχή passing off

Ετυμολογία

pass off <  δείτε τις λέξεις pass και off

Ρήμα

pass off (en) (βρετανικά αγγλικά)

  • εξελίσσομαι, για ένα γεγονός που γίνεται και ολοκληρώνεται με συγκεκριμένο τρόπο
    The meeting passed off smoothly.
    Η συγκέντρωση εξελίχθηκε ομαλά.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη turn out

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.