parser

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɑː(ɹ).zə/ & /ˈpɑː(ɹ).sə/ (βρετανικό)
 

Ουσιαστικό

  1. συντακτικός αναλυτής
  2. (πληροφορική) πρόγραμμα που λαμβάνει δεδομένα και τα αναλύει σε διαχειρίσιμες δομές δεδομένων, λαμβάνοντας υπόψη την σημασία τους
      All modern browsers have a built-in XML parser that can convert text into an XML DOM object. (XML tutorial) [1]
    Όλοι οι σύγχρονοι φυλλομετρητές διαθέτουν ενσωματωμένο πρόγραμμα ανάλυσης για XML που μπορεί να μετατρέψει ένα αρχείο κειμένου σε αντικείμενο XML DOM.

Συγγενικά

  • parser στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. (αγγλικά) XML Parser. Πρόσβαση 2020-11-12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.