parse

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /pɑːz/ & /pɑɹs/
 

Ουσιαστικό

  • (γραμματική) ανάλυση λέξης ή πρότασης, συντακτικά ή γραμματικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • parse tree

  • parse στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Ρήμα

parse (en)

  1. αναλύω
  2. (γραμματική) αναλύω λέξη ή πρόταση, συντακτικά ή γραμματικά
  3. (πληροφορική) αναλύω δεδομένα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.