palavra

Εβραιοϊσπανικά (lad)

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈlavɾa/

Ουσιαστικό

palavra (πληθυντικός: palavras)

  • η λέξη
    εβραϊκή γραφή: פאלאברה



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
palavra palavras

palavra (pt) θηλυκό



Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

palavra < (άμεσο δάνειο) ισπανική palavra

Προφορά

ΔΦΑ : /pɑɫɑvˈɾɑ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: palavra

Ουσιαστικό

palavra (tr)

  1. (λαϊκότροπο) ανοησία, χαζομάρα (για λόγια, ομιλίαπαλάβρα
     συνώνυμα: saçmalık
  2. (λαϊκότροπο) ψέμα, ψεύτικα λόγια, φαντασιοπληξία
     συνώνυμα: martaval, balon, yalan

Κλίση

Παράγωγα

  • palavracı

Σύνθετα

  • palavra atmak
  • palavra sıkmak
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.