off-colour

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός off-colour
συγκριτικός more off-colour
υπερθετικός most off-colour

Ετυμολογία

off-colour < off + colour

Επίθετο

off-colour (en) (βρετανική γραφή)

  • άσεμνος, ένα αστείο που οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι αγενές, συνήθως επειδή είναι για το σεξ
    obscene jokes - άσεμνα αστεία
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη obscene

  • off-color (αμερικανική γραφή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.