northerly
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | northerly |
| συγκριτικός | more northerly |
| υπερθετικός | most northerly |
Επίθετο
northerly (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) βόρειος, προς τα βόρεια
- ↪ a northerly direction - βόρεια κατεύθυνση
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) βόρειος, ο βοριάς, για τους ανέμους που πνέουν από τα βόρεια
- ↪ a northerly wind - βόρειος άνεμος
- ↪ A northerly wind blew in and froze the snow.
- Φύσηξε βοριάς και πάγωσε το χιόνι.
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.