mojo
Αγγλικά
(en)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈməʊdʒəʊ
/ (
βρετανικό
)
ⓘ
Ουσιαστικό
φυλαχτό
,
ξόρκι
Ισπανικά
(es)
Ετυμολογία
mojo
<
mojar
(
μουλιάζω
)
<
λατινική
mollio
(κάνω μαλακό, μαλακώνω)
<
mollis
(
μαλακός
)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈmoxo
/
Ουσιαστικό
mojo
πληθυντικός
mojos
(
γαστρονομία
)
είδος κόκκινης καυτερής
σάλτας
Παράγωγα
mojito
Mojo (salsa)
στην ισπανική Βικιπαίδεια
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.