migrate

Αγγλικά (en)

ενεστώτας migrate
γ΄ ενικό ενεστώτα migrates
αόριστος migrated
παθητική μετοχή migrated
ενεργητική μετοχή migrating

Προφορά

ΔΦΑ : /maɪˈɡɹeɪt/ & /ˈmaɪ.ɡɹeɪt/

Ρήμα

migrate (en)

  1. μεταναστεύω
  2. (πληροφορική) μετεγκαθιστώ (για λογισμικό ή δεδομένα)

Συγγενικά

Σημειώσεις

Διαφορά των λέξεων με έννοια μεταναστεύω:

  • emigrate: έξοδος από την χώρα διαμονής
  • immigrate: μόνιμη μετανάστευση σε άλλη χώρα
  • migrate: βραχύχρονη μετανάστευση (π.χ. για εργασία) που ακολουθείται από επιστροφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.