marronnier

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
marronnier marronniers

marronnier (fr) αρσενικό

  1. η καστανιά, η πικροκαστανιά
  2. λέγεται για ένα θέμα που επανέρχεται κάθε χρόνο στις ειδήσεις (π.χ. το βάρος της σχολικής σάκας, η αύξηση της τιμής των εισιτηρίων του μετρό, κ.λπ.)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.