mantra

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
mantra mantras

Ουσιαστικό

mantra (en)



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
mantra mantras

Ουσιαστικό

mantra (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) μάντρα
    • επανάληψη ιερών λόγων
    • (μεταφορικά) το να επαναλαμβάνει κάποιος συνεχώς το ίδιο (αρνητική σημασία)



Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

mantra (pl)

  1. μάντρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.