major in

Αγγλικά (en)

ενεστώτας major in
γ΄ ενικό ενεστώτα majors in
αόριστος majored in
παθητική μετοχή majored in
ενεργητική μετοχή majoring in

Ετυμολογία

major in <  δείτε τις λέξεις major και in

Ρήμα

major in (en)

  • (αμερικανικά αγγλικά, εκπαίδευση) ειδικεύομαι σε, παίρνω σε βασικό μάθημα, σπουδάζω κάτι ως κύριο μάθημα σε ένα πανεπιστήμιο ή κολέγιο
    I will major in French.
    Θα ειδικευτώ στα Γαλλικά.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.