lynx
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
lynx
(en)
(
θηλαστικό ζώο
)
άγριο
θηλαστικό
, ο
λύγκας
ή
λυγξ
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
lɛ̃ks
/
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
lynx
lynx
lynx
(fr)
αρσενικό
(
θηλαστικό ζώο
)
άγριο
θηλαστικό
, ο
λύγκας
ή
λυγξ
Λατινικά
(la)
Ουσιαστικό
lynx
(en)
(
θηλαστικό ζώο
)
άγριο
θηλαστικό
, ο
λύγκας
ή
λυγξ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.