lynx

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

lynx (en)

  1. (θηλαστικό ζώο) άγριο θηλαστικό, ο λύγκας ή λυγξ



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /lɛ̃ks/
 

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
lynx lynx

lynx (fr) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) άγριο θηλαστικό, ο λύγκας ή λυγξ



Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

lynx (en)

  1. (θηλαστικό ζώο) άγριο θηλαστικό, ο λύγκας ή λυγξ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.