λυγξ

Νέα ελληνικά (el)

λύγξ από τη Σιβηρία

Ετυμολογία

λυγξ < αρχαία ελληνική λύγξ

Ουσιαστικό

λυγξ αρσενικό ή θηλυκό

  • (θηλαστικό ζώο) άλλη μορφή του λύγκας

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.