lotissement

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
lotissement lotissements

Ουσιαστικό

lotissement (fr) αρσενικό

  1. διαίρεση ενός χωραφιού, οικοπεδοποίηση
  2. (κατ’ επέκταση) συνοικία που έχει δημιουργηθεί από την οικοπεδοποίηση ενός ή πολλών χωραφιών

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.