lotissement
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| lotissement | lotissements |
Ουσιαστικό
lotissement (fr) αρσενικό
- διαίρεση ενός χωραφιού, οικοπεδοποίηση
- (κατ’ επέκταση) συνοικία που έχει δημιουργηθεί από την οικοπεδοποίηση ενός ή πολλών χωραφιών
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.