lip

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
lip lips

Προφορά

ΔΦΑ : /lɪp/

Ουσιαστικό

lip (en)

  1. (ανθρώπινο σώμα, ανατομία) το χείλος, το χείλι
  2. το χείλος, η άκρη, το σημείο που καταλήγει κάθε επιφάνεια
    the lip of the glass - τα χείλη του ποτηριού
     συνώνυμα: rim, brim

Εκφράσεις


Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

lip (nl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.