lip
Αγγλικά
(en)
ενικός
πληθυντικός
lip
lips
Προφορά
ΔΦΑ
: /
lɪp
/
Ουσιαστικό
lip
(en)
(
ανθρώπινο σώμα
,
ανατομία
)
το
χείλος
, το
χείλι
το
χείλος
, η
άκρη
, το σημείο που
καταλήγει
κάθε επιφάνεια
↪
the
lip
of the glass
- τα
χείλη
του ποτηριού
≈
συνώνυμα
:
rim
,
brim
Εκφράσεις
bite one's lip
bite your lip
Ολλανδικά
(nl)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
lip
(nl)
(
ανθρώπινο σώμα
)
χείλος
,
χείλι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.