larvé
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- larvé < larve
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | larvé | larvés |
| θηλυκό | larvée | larvées |
larvé (fr)
- (ιατρική) (για ασθένεια) που εμφανίζεται με άτυπα ή εξασθενημένα συμπτώματα
- που δεν εμφανίζεται ξεκάθαρα, που παραμένει εν μέρει κρυφός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.