lacet
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
la.se
/
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
lacet
lacets
lacet
(fr)
αρσενικό
κορδόνι
attache les
lacets
de tes chaussures - δέσε τα
κορδόνια
των παπουτσιών σου
(
για πλοία ή αεροπλάνα
) εναλλάξ
κίνηση
του
σκάφους
γύρω από τον
κατακόρυφο
άξονά
του, αριστερά δεξιά
→
δείτε
τις
λέξεις
tangage
και
roulis
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.