kura

Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

kura < πρωτοσλαβική kura

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkura/
 

Ουσιαστικό

kura (pl) θηλυκό

  1. (πτηνό) η όρνιθα
  2. η κότα
  3. ονομασία του θηλυκού των ζώων της τάξης των ορνιθόμορφων

Συγγενικά



Σλοβακικά (sk)

Ουσιαστικό

kura (sk) θηλυκό

  1. (πτηνό) η όρνιθα

Ουσιαστικό

kura (sk) ουδέτερο

  1. το κοτόπουλο



Φινλανδικά (fi)

Ουσιαστικό

kura (fi)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.