knock-out

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

knock-out < αγγλική knockout < knock (χτύπημα) & out (εκτός, έξω)

Ουσιαστικό

knock-out (fr) αρσενικό άκλιτο

Επίθετο

knock-out (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. αναίσθητος, νοκ-άουτ
  2. (βιολογία) του οποίου ένα γονίδιο έχει αδρανοποιηθεί για να μελετηθεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.