νοκ άουτ
Νέα ελληνικά (el)

πυγμάχος που βγήκε νοκ άουτ
Ετυμολογία
- νοκ άουτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική knockout
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈnok ˈaut/
Ουσιαστικό
νοκ άουτ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) το να παραμείνει ένας πυγμάχος πεσμένος στο καναβάτσο μετά από χτύπημα του αντιπάλου του και μετά από το μέτρημα του ορισμένου χρόνου, οπότε και θεωρείται ηττημένος
- (μεταφορικά) εξαντλημένος, εξουθενωμένος
- → δείτε και τη λέξη μπιελάρ
- (σαν επίθετο) που δεν μπορεί να επαναληφθεί· λέγεται για αγώνες που το αποτέλεσμά τους κρίνει την πρόκριση ενός από τους αντιπάλους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.