kilobyte

Διαγλωσσικοί όροι

Ετυμολογία

kilobyte < (άμεσο δάνειο) αγγλική kilobyte. Αναλύεται σε kilo- + byte

Ουσιαστικό

kilobyte

  • (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική, μονάδα μέτρησης) κιλομπάιτ

Συγγενικά

σε διάφορες γλώσσες:

επίσης:



Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

kilobyte < περίπου από το 1960, kilo-χίλια») + byte

Ουσιαστικό

kilobyte (en)

  • (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική, μονάδα μέτρησης) κιλομπάιτ

Συνώνυμα

  • kB

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.