megabyte

Διαγλωσσικοί όροι

Ετυμολογία

megabyte < (άμεσο δάνειο) αγγλική megabyte. Αναλύεται σε mega- + byte

Ουσιαστικό

megabyte

  • (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική, μονάδα μέτρησης) μεγαμπάιτ
    συνώνυμο στην πληροφορική ως μονάδα μέτρησης χωρητικότητας μνήμης: mebibyte

Συγγενικά

σε διάφορες γλώσσες:

επίσης:



Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

megabyte < mega- + byte

Ουσιαστικό

megabyte (en)

  • (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική, δίκτυο υπολογιστών) μεγαμπάιτ
    συνώνυμο στην πληροφορική ως μονάδα μέτρησης χωρητικότητας μνήμης: mebibyte

Συνώνυμα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.