kemikçik

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

kemikçik < kemik + υποκοριστικό επίθημα -çik

Προφορά

ΔΦΑ : /cɛ.micˈt͡ʃic/
τυπογραφικός συλλαβισμός: kemikçik

Ουσιαστικό

kemikçik (tr)

  • κοκαλάκι, το μικρό κόκαλο, το μικρό οστό
    kulaklarımızda duymamızı sağlayan üç kemikçik vardır: çekiç, örs ve üzengi — στα αυτιά μας, υπάρχουν τρία μικρά οστά που μας επιτρέπουν να ακούμε: σφύρα, άκμονας και αναβολέας

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.