kalter
Γερμανικά
(de)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
kalter
(de)
(κλίση χωρίς άρθρο)
ονομαστική
ενικού
,
αρσενικού
γένους
του
kalt
γενική
και
δοτική
ενικού
,
θηλυκού
γένους
του
kalt
γενική
πληθυντικού
,
αρσενικού
,
θηλυκού
ή
ουδέτερου
γένους
του
kalt
(με αόριστο άρθρο)
ονομαστική
ενικού
,
αρσενικού
γένους
του
kalt
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.