kalter

Γερμανικά (de)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

kalter (de)

  1. (κλίση χωρίς άρθρο)
    1. ονομαστική ενικού, αρσενικού γένους του kalt
    2. γενική και δοτική ενικού, θηλυκού γένους του kalt
    3. γενική πληθυντικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του kalt
  2. (με αόριστο άρθρο) ονομαστική ενικού, αρσενικού γένους του kalt
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.