αφέλειες

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αφέλειες < (μαρτυρείται από το 1892)

Ουσιαστικό

αφέλειες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα μαλλιά που αφήνονται ελεύθερα μπροστά και καλύπτουν το κούτελο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αφέλειες θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αφέλεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.