jumelle
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
jumelle
jumelles
jumelle
(fr)
θηλυκό
η
δίδυμη
(
εραλδική
)
τιμητικό στοιχείο ενός
οικοσήμου
που αποτελείται από δυο παράλληλες γραμμές
(
τεχνολογία
)
(
κυρίως στον πληθυντικό
) ξύλινα ή μεταλλικά τμήματα μιας μηχανής
το
κιάλι
→
δείτε
τη
λέξη
jumelles
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.