jumelle

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
jumelle jumelles

jumelle (fr) θηλυκό

  1. η δίδυμη
  2. (εραλδική) τιμητικό στοιχείο ενός οικοσήμου που αποτελείται από δυο παράλληλες γραμμές
  3. (τεχνολογία) (κυρίως στον πληθυντικό) ξύλινα ή μεταλλικά τμήματα μιας μηχανής
  4. το κιάλι
     δείτε τη λέξη jumelles
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.