jug

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

jug (en)

  1. η κανάτα, η υδρία ή άλλο δοχείο με κυκλική διατομή και λαβή
  2. (αργκό) η φυλακή
  3. (αργκό) τα γυναικεία στήθη
  4. (Νέα Ζηλανδία) η κατσαρόλα



Βοσνιακά (bs)

Ουσιαστικό

jug (bs)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.